- ὕει'
- ὕεια , ὕειοςofneut nom/voc/acc plὕειε , ὕειοςofmasc voc sgὕειαι , ὕειοςoffem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑεῖ — υἱός huihus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕει — ὕ̱ει , ὕω rain pres ind mp 2nd sg ὕ̱ει , ὕω rain pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύω — Α 1. ρίχνω βροχή, βρέχω («ὗε δ ἄρα Ζεὺς συνεχές», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ εν. ως απρόσ.) ὕει βρέχει («ἑπτὰ δὲ ἐτέων μετὰ ταῡτα οὐκ ὗε τὴν Θηρήν», Ηρόδ.) 3. (συν. με σύστοιχο αντικ.) ρίχνω σαν βροχή («βατράχους... ὗσεν ὁ θεός», Αθήν.) 4. μέσ. ὕομαι… … Dictionary of Greek
seu-1, seʷǝ- : sū- — seu 1, seʷǝ : sū English meaning: juice; liquid, *rain Deutsche Übersetzung: ‘saft, Feuchtes”; verbal: ‘saft ausdrũcken” and “regnen; rinnen”, in Weiterbildungen “(Saft) schlũrfen, saugen” Material: 1. Gk. ὕει “ it is raining “ … Proto-Indo-European etymological dictionary
Сожь — род. п. и, ж., обычно теперь Сож, род. п. а (м.) – левый приток Днепра, в [бывш.] Смол. и Могилевск. губ., др. русск. Съжь (Лаврентьевск. летоп. 12). Ср. др. прусск. sugе дождь , греч. ὕει идет дождь , д. в. н. sûgan сосать , лат. sūgō сосу ;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Сава — У этого термина существуют и другие значения, см. Сава (значения). Не следует путать с Савва. Сава Sava … Википедия
Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα … Dictionary of Greek
αφύη — ἀφύη, η (Α) η σαρδέλα, η αντσούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη εκδοχή αφύη < α στερ. + φύω (φύομαι), αν ληφθεί υπ όψιν ότι δεν πρόκειται για είδος ψαριού, αλλά για τη δήλωση μικρών ψαριών «που δεν εφύησαν, δηλ. δεν… … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
κοπετός — ο (ΑM κοπετός) γοερός θρήνος που συνοδεύεται συνήθως από δαρμούς τού στήθους («συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον ἄνδρες εὐλαβεῑς καὶ ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ αὐτῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω, κατά το σχήμα ὕει «βρέχει»: ὑετός] … Dictionary of Greek